υποκαθίημι

υποκαθίημι
ΜΑ
1. (μτβ.) αφήνω κάτι να πέσει σιγά σιγά, σταδιακά
2. (αμτβ.) κατηφορίζω σιγά σιγά
αρχ.
1. (σχετικά με το γένι) αφήνω να μεγαλώνει
2. μτφ. υποκινώ κάποιον προς κάτι, προτρέπω
3. μέσ. ὑποκαθίεμαι
α) αφήνω κάποιον ή κάτι και φεύγω, ξεχνώ κάπου ή αφήνω κάποιον ελεύθερο, ασύλληπτο
β) (το απρμφ. μέσ. αορ. β') ὑποκαθέσθαι
(κατά το λεξ. Σούδα) «συγχωρῆσαι, ἀφεῑναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + καθίημι «ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω κάτι να πέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”